Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014


ποίηματα για την ποίηση: Χουλιαράς και Παυλόπουλος
Νίκος Χουλιαράς, Τα ποιήματα στο δρόμο
           
Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια ―όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.
      Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.
      Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι.
Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
      Δεν αγαπώ καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις λέξεις, ούτε και τα ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει. Δεν αντέχω και τα ψωνάκια: τα ποιήματα με τα πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα τους κι όλο τη νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία.
      Σιχαίνομαι αυτά που ονομάζονται συμβολικά, τα ποιήματα με μήνυμα, τα λεξιλάγνα και τ’ αφασικά· τα ποιήματα-κυρίες με αλτσχάιμερ. Ούτε και τις συνθέσεις τις μεγάλες αγαπώ: τα ποιήματα-Μπεν Χουρ, αυτούς τους λεκτικούς χειμάρρους που ’ναι γραμμένοι κυρίως για τους κριτικούς κι ας παριστάνουν τους ινστρούχτορες που ενδιαφέρονται για το καλό του κόσμου.
      Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά: τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη «Λυκόβρυση».
      Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-«καϊμάκι με πολύ σιρόπι» καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη.
     Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.








Γιώργης Παυλόπουλος, ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

 Φεύγει νύχτα μ’ ένα παλιό αμάξι
 γέρος πια φοράει μαύρα.
 Ποιος είναι και πού πηγαίνει
 κανείς δεν ξέρει.
 Μέσα στη σκέψη του υπάρχει το ποίημα
 που ποτέ δεν θα γράψει.
 Τόσο αόριστο σαν τη ζωή του.
 Μέσα στο κούφιο μπαστούνι του
 υπάρχει ένα φίδι χρυσό.
 Καθώς θα το τυλίγει απόψε στο λαιμό της
 σε κάποιο ελεεινό ξενοδοχείο
 θα τον κοιτάζει στον καθρέφτη
 χλωμός ο άλλος εαυτός του.
 Αυτός που χρόνια φτιάχνει το ποίημα
 καλπάζοντας τώρα στο πλάι του
 και ανάβοντας ολοένα τ’ άλογα που έχουν μεθύσει
 απ’ το σκοτάδι και τη λάσπη.

Τι είναι ποίηση

«Κι εγώ τώρα δεν ξέρω να σας πω τι είναι Ποίηση και γιατί γράφω ποιήματα. Πολύ περισσότερο δεν ξέρω να σας πω σε τι μας βοηθάει η Ποίηση και ποιος είναι ο σκοπός της. Το μόνο που ξέρω είναι πως ο Ποιητής ήταν πάντα ένας αφοσιωμένος της Ζωής. Είτε τον γεμίζει χαρά, είτε τον θλίβει η Ζωή, είτε τον πάει στον Ουρανό, είτε τον κατεβάζει στην Κόλαση, αυτός μένει πάντα ο αφοσιωμένος της. Τη μυστήρια αγάπη του για τη Ζωή δεν έχει άλλο τρόπο να την εκφράσει: γράφει ποιήματα. Νομίζω ότι προσπαθεί να εκφράσει κυρίως αυτό που κρύβει η ζωή. 'Όπως ο έρωτας κρύβει αυτό που μας κάνει ερωτευμένους. Η Ποίηση λοιπόν είναι πράξη ερωτική; Η μήπως πράξη απόγνωσης; Ή μήπως και τα δύο; Πράξη ερωτική και συνάμα πράξη απόγνωσης. Για την ποιητική πράξη έχουν γραφτεί πολλά και διάφορα. Και από τους ίδιους τους τεχνίτες και από τους θεωρητικούς. Πολλές φορές οι Ποιητές προσπάθησαν να διατυπώσουν τον ανύπαρκτο ορισμό της Ποίησης, σα να κοίταζαν σ' έναν καθρέφτη όπου δεν έβλεπαν το πρόσωπο τους, αλλά το απόλυτο κενό.»

Γιώργης Παυλόπουλος
από διάλεξή του, στο πλαίσιο εκδήλωσης του περιοδικού «Γράμματα και Τέχνες» που έγινε προς τιμήν του στο "Σπίτι της Κύπρου" στις 8/12/1997



για την Ποίηση και τα αντικλείδια της

«  Όταν έχεις γεννηθεί και έχεις ζήσει σε μια χώρα με τεράστια και τόσο πολυσήμαντη πνευματική και ποιητική παράδοση, προσπαθώντας να γράψεις τα λίγα ποιήματα σου σε μια γλώσσα από τις αρχαιότερες του ευρωπαϊκού πολιτισμού, τις πιο πλούσιες και πιο ζωντανές, νιώθεις να σου κόβονται συχνά τα γόνατα. Ωστόσο οι καλύτεροι ποιητές της δικής μου γενιάς που την αποδεκάτισαν στον Πόλεμο, στην Κατοχή και στον Εμφύλιο —της πρώτης μεταπολεμικής όπως συνηθίζουν να τη λένε— φρόντισαν να μη χάσουν τη συνείδηση αυτής της παράδοσης και να μη ψευτίσουν τη γλώσσα. Φρόντισαν να βλέπουν όσο μπορούν καθαρότερα τον κόσμο μας, τον άνθρωπο και την εποχή μας — εποχή αδικίας, απανθρωπιάς και μεγάλου πόνου. Και ακόμη προσπάθησαν να κρατηθούν «στο ύψος μιας Ελλάδας που γυρεύουμε με τόσο πάθος και που τόσο λίγοι προσεγγίζουν», όπως γράφει ο Γιώργος Σεφέρης.

            Αν αυτά τα στοιχεία υπάρχουν, καθώς νομίζω, και στη δική μου δουλειά, δεν ξέρω να πω σε τι με βοήθησαν και τι μπορεί να έδωσα μέχρι σήμερα στην Ποίηση. Ανακαλούν μονάχα τη συγκίνηση που ένιωθα όταν έγραφα τα ποιήματα μου. Την πιο βαθιά της ζωής μου.

            Πολλές φορές, γράφοντας ένα ποίημα, έχεις το δυνατό συναίσθημα ότι σε παραστέκουν όλοι οι τεχνίτες που σε ανάθρεψαν και που αγάπησες πολύ. Σαν τους δίνεις αναφορά για κείνο και για τ' άλλο που θέλεις να κάνεις. Κι ενώ σε παρακολουθούν προσεχτικά, διαπιστώνεις ξαφνικά ότι σ' έχουν αφήσει ολομόναχο. Έτσι, πρέπει να πας ως το τέλος. Ολομόναχος. Κι ωστόσο, από τη στιγμή που το ποίημα θα «πιάσει» μέσα σου και θα αρχίσεις πάλι τα ίδια — σκαψίματα, θεμελίωμα, σκαλωσιές κ.λ.π. — δεν ξέρεις αν δουλεύεις μόνος σου ή με σαράντα πέντε μαστόρους κι εξήντα μαθητάδες. Κάπως έτσι νιώθω τη μαθητεία μου στον Σεφέρη και την επίδραση που δέχτηκα από το έργο του και την προσωπικότητα του.

            Δεν μπορείς να εξηγήσεις πώς γίνεται ένα ποίημα. Ένα ποίημα προετοιμάζεται μέσα σου από τα παιδικά σου ακόμη χρόνια. Ένα άλλο προαισθάνεσαι να σε περιμένει στο στρίψιμο του δρόμου. Και πράγματι σε περιμένει. Ένα άλλο που δεν θα το γράψεις ποτέ, ξέρεις ότι θα το σκέφτεσαι ως την ώρα του θανάτου σου.

            Το ποίημα έρχεται και φεύγει, ξαναγυρίζει, ξαναφεύγει, ξαναγυρίζει. Μπορεί να περάσουν χρόνια ή μια ολόκληρη ζωή, παλεύοντας να πιάσεις τον ίσκιο ενός πουλιού. Κι όταν το τελειώσεις, όταν νομίζεις ότι το τελείωσες, ποτέ δεν θα μπορέσεις να ξεχωρίσεις αυτό που ήθελες να κάνεις από κείνο που έκανες. Σου αρέσει βέβαια να λες «Αυτό πήγαινα να κάνω». Όμως όταν ξεκινούσες δεν ήξερες τίποτα σχεδόν από αυτό που πήγαινες να κάνεις. Έψαχνες στα σκοτεινά.

            Αν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τη δικτατορία των συνταγματαρχών, η ζωή σε τούτο τον τόπο πέρασε ανάμεσα σε συρματοπλέγματα, φωτιά και αίμα· αν ο διάλογος των νεκρών και των επιζώντων αυτής της τραγωδίας, συνεχίζεται ακόμη μέσα στο ολόφωτο δικαστήριο της μνήμης· αν όταν μιλάμε για τον άνθρωπο και τον πόνο του ανθρώπου, λογαριάζουμε πιο πολύ τη δίψα του για Δικαιοσύνη· αν ο παλιοτενεκές του Πολέμου, δεμένος στην ουρά μιας σκύλας ανθρωπότητας που κατατρομαγμένη τρέχει και δε σώνει, ακούγεται πάντα στους εφιάλτες μας· αν ο Ποιητής μελετώντας το σκοτάδι, δεν έχει άλλο μέτρο από το φως — τότε μπορώ να πω ότι η ευθύνη μου στην Ποίηση ήταν εκτός από ό,τι άλλο και η ελεύθερη κατάθεση μου για την εποχή μας, μέσα από τέτοια βιώματα και εμπειρίες.

            Άλλωστε πιστεύω ότι όλη η Ποίηση είναι βιωματική. Τα πρόσωπα και οι εικόνες που περνάνε ολοένα μέσα στην Ποίηση δεν είναι τίποτ' άλλο από τα «γεννήματα της ψυχής» του ποιητή.

            Είμαι οπωσδήποτε ολιγογράφος. Όμως πιστεύω ότι ο αριθμός των ποιημάτων που θα γράψει ένας ποιητής είναι αμετάκλητος και δεν εκφράζεται ούτε με το «λίγο», ούτε με το «πολύ». Είναι, επιτρέψατε μου να πω, ένας αριθμός μαγικός. Τον προϋποθέτουν όλοι οι αριθμοί των ποιημάτων που γράφτηκαν πριν και που θα γραφούν μετά από αυτόν. Με την έννοια ότι η Τέχνη δεν γίνεται με τον Έναν αλλά με τους Πολλούς, που το άθροισμα των έργων τους είναι αποτέλεσμα μιας βαθιάς αλληλεγγύης ανάμεσα τους. Έπειτα, ο αριθμός των ποιημάτων ενός συγκεκριμένου ποιητή, είναι συνάρτηση της ζωής του, μοναδικής όπως του κάθε ανθρώπου η ζωή. Δεν μπορώ να φανταστώ ένα ποίημα λιγότερο ή ένα ποίημα περισσότερο από τα υπάρχοντα λ.χ. του Μπασό ή του Βιγιόν, γιατί δεν μπορώ να φανταστώ διαφορετικό το άθροισμα των ημερών του βίου αυτών των ποιητών. Ακόμη θα έλεγα ότι ο αριθμός αυτός είναι τόσο υποθετικός όσο και πραγματικός, αφού ο χρόνος, είτε το θέλουμε είτε όχι, θα τον καθορίζει διηνεκώς στη συνείδηση του κόσμου.

            Εξηγούμαι: πόσα ποιήματα έχουν μείνει στη συνείδηση του κόσμου από εκείνα πολυγραφότατων ποιητών που ξεπέρασαν κατά εκατοντάδες λ.χ. εκείνα τα 154 του Καβάφη. Μήπως όμως και ο αριθμός των αποτυχημένων ποιημάτων μας πρέπει να λογαριάζεται στο σύνολο των έργων που σημαδεύουν την πρόοδο της Τέχνης;

            Όσο για τη «βασανιστική πικρή μνήμη» που επισημαίνετε στα ποιήματα μου, δεν την θεωρώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της δικής μου μόνο δουλειάς. Στα χρόνια μας οι περισσότεροι ποιητές είδαν τον κόσμο να σβήνει, τους ανθρώπους να χάνονται για το τίποτα, την ιστορία να γίνεται σκόνη, το κακό να χτυπάει παντού. Μερικοί κατέβηκαν ως κάτω τη σκάλα και περπάτησαν ανάμεσα στους νεκρούς. Πικράθηκαν πολύ και δεν μπορούνε να ξεχάσουν. Και η μνήμη γίνεται βασανιστική καθώς πάει να σε προδώσει γιατί φοβάσαι ότι δεν θα προφτάσεις να μαρτυρήσεις όλη την αλήθεια. Συλλογίζομαι τώρα ότι η ποίηση που γράφτηκε σε κάποιους όλβιους καιρούς, μας δίνει πολλές φορές την εντύπωση μιας κότας ψευτοβιασμένης από πληκτικούς, ακμαίους λυρικούς κοκκόρους. Ίσως γινόμαστε άδικοι. Ίσως τη συγκρίνουμε με την ποίηση του καιρού μας που μας συγκινεί περισσότερο γιατί μοιάζει πιο πολύ με την κουρελιασμένη μνήμη μας. Μια κουρελιασμένη οθόνη όπου προβάλλονται βασανιστικά, ακατάπαυστα κουρελιασμένες εικόνες.

            Δεν ξέρω να σας πω ποιο είναι το κέντρο και ποια η περιφέρεια όταν συλλογίζομαι τη γεωγραφία της Λογοτεχνίας. Άμα πιστεύεις στη δουλειά σου έχεις το θαυμάσιο συναίσθημα ότι δουλεύεις μέσα σε μια παγκόσμια συντεχνία. Αυτό, για έναν συνειδητό δημιουργό, είναι μια φυσική κατάσταση. Και νομίζω ότι δεν θα του άρεσε να τον κατατάσσουν σε κάποια κατηγορία, ανάλογα με το μέρος που του έλαχε να ζει είτε από ανάγκη, είτε από τύχη, είτε από δική του επιλογή. Έχω έναν φίλο Ινδιάνο. Είναι ποιητής και ζει χρόνια σ' ένα δάσος της Δυτικής Βιργινίας, στις παρυφές των Απαλαχίων. Δεν μπορώ να σκεφτώ και κείνον και μένα που ζω σε μια μικρή πόλη της Δυτικής Πελοποννήσου, περιχαρακωμένος σε κάποια περιφέρεια, έξω από τα μεγάλα κέντρα του Πνεύματος και της Τέχνης ή τις λεγόμενες πολιτιστικές πρωτεύουσες. Αν είναι αλήθεια ότι ο κόσμος αρχίζει από τη γειτονιά μας, τότε είναι και αλήθεια ότι ο κήπος της Λογοτεχνίας ποτίζεται από όλες τις γειτονιές του κόσμου. Ποιος θα μου πει όμως σε ποια περιφέρεια εντάσσονται οι λογοτέχνες που γράψανε το έργο τους πάνω σε καράβια, μέσα σε φυλακές, σε εξορίες, ή διωγμένοι και κυνηγημένοι από τόσο σε τόπο;

            Συχνά στα ποιήματα μου εκμεταλλεύτηκα τα όνειρα που είδα στον ύπνο μου. Πιστεύω ότι στα όνειρα επανέρχονται εναργέστερα οι σημαντικές του κόσμου και της ζωής μας στιγμές. Γιατί ο ύπνος είναι ο σκοτεινός θάλαμος όπου τυπώνονται τα αρνητικά των αυθεντικών εικόνων της ύπαρξης μας.

            Η ποιητική δημιουργία είναι μια πράξη ερωτική και συνάμα μια υπέρτατη δοκιμασία, παλεύοντας στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου να φτάσεις στην αλήθεια της τέχνης του. Η στιγμή αυτής της αλήθειας είναι απατηλή και πρόσκαιρη όπως η στιγμή κάθε ευτυχίας. Γρήγορα ξαναρχίζεις, πέφτοντας πάλι στην ίδια κατάσταση. Και η μόνη φιλοδοξία σου είναι, να μην καταλάβει ποτέ κανείς την αγωνία σου όταν έγραφες το έργο σου, να μην φανεί ποτέ μέσα στο έργο το παραμικρό σημάδι αυτής της αγωνίας.

            Τα πράγματα που αγγίζουν σε βάθος, τη ζωή μας, όπως η Ποίηση, μπορεί να ειπωθούν μονάχα μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες μας. Δεν ορίζονται μέσα από θεωρίες και αφηρημένες έννοιες. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κανένας ορισμός για την Ποίηση. Ωστόσο ας μου επιτραπεί να την φαντάζομαι και να την ονειρεύομαι σαν μια πόρτα ανοιχτή.  "


 Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για να ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.

Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.


Ο Γιώργης Παυλόπουλος  απαντά μιλώντας για την Ποίηση και τα αντικλείδια της στη  συνέντευξή του στον Κώστα Λιόντη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα  «Η ΑΥΓΗ» στις 1.6.1986


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου